-
1 τραφερός
τραφερός, eigtl. wohlgenährt, feist, fett, Theocr. 21, 44; bei Hom. ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν, Il. 14, 308 Od. 20, 98, h. Cer. 43, das feste Land, Ggstz des Meeres; dah. brauchen Sp. ἡ τραφερή gradezu für γῆ, Land, wie χέρσος, z. B. ἡ πᾶσα τραφερή Ep. ad. 369 (IX, 672); auch τραφερὴ ἄρουρα, Opp. Hal. 1, 204; τραφερὴ κέλευϑος Ap. Rh. 2, 545, der Weg auf dem Lande; ἤϑεα τραφερά Opp. Hal. 5, 334. – Auch akt., nährend, νομός Arat. 1027.
См. также в других словарях:
τραφερός — ά, όν, θηλ. και ή, Α 1. (για ψάρια) παχύς 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που τρέφει, που παχαίνει κάποιον άλλο 3. ξηρός («ἤθεα τραφερά» εκτάσεις ξηρής γής, Οππ.) 4. (στον Όμ.) το θηλ. ως ουσ. ἡ τραφερή (ενν. γῆ) η ξηρά, η στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραφ … Dictionary of Greek